- εξάντλημα
- το (Α ἐξάντλημα) [εξαντλώ]εξάντληση, πλήρης εκκένωσηαρχ.1. η απότομη και με ορμή εκκένωση νερού στο σώμα τού ανθρώπου, η καταιόνηση, το ντους2. ιατρ. κατάπτωση δυνάμεων, νάρκη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξάντληση — η (AM ἐξάντλησις) [εξαντλώ] η άντληση από κάπου, εκκένωση, άδειασμα νεοελλ. 1. πλήρης ανάλωση, κατανάλωση, ξόδεμα («εξάντληση τροφίμων, εφοδίων, υπομονής, ανοχής» κ.λπ.) 2. ελάττωση τής φυσικής αντοχής, εξασθένηση, αδυναμία τού οργανισμού… … Dictionary of Greek